ομοιοβαρης

ομοιοβαρης
    ὁμοιοβαρής
    ὁμοιο-βᾰρής
    2
    одинаково тяжелый, такого же веса Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ομοιοβαρης" в других словарях:

  • ομοιοβαρής — ές (Α ὁμοιοβαρής, ές) αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοιοβαρῆ — ὁμοιοβαρής equally heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοιοβαρής equally heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοιοβαρής equally heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοβαρές — ὁμοιοβαρής equally heavy masc/fem voc sg ὁμοιοβαρής equally heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • διπλοβαρής — ές αυτός που έχει διπλάσιο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + βαρής < βάρος (πρβλ. ολιγοβαρής, ομοιοβαρής)] …   Dictionary of Greek

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»